- πέτασμα
- Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος.
Ανάλογα με τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται, υπάρχουν διάφοροι τύποι πετασμάτων. Ένας αγωγός με κατάλληλη μορφή γειωμένος αποτελεί ένα ηλεκτροστατικό π. Ένα έλασμα ή ένα περίβλημα από σιδηρομαγνητικό υλικό αποτελεί ένα π. μαγνητικό (*μαγνητισμός). Ένα π. κατάλληλο να εμποδίζει τη διάδοση του φωτός μπορεί να αποτελείται από ένα ή πολυάριθμα υλικά που λέγονται αδιαφανή· στη φωτογραφία ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδεικνύει τα φίλτρα.
Κατ’ επέκταση δίνεται το όνομα π. ή οθόνη στην επιφάνεια επί της οποίας προβάλλεται το είδωλο από ένα μηχάνημα προβολής. Στην περίπτωση που το είδωλο σχηματίζεται από δύο ορατές ακτινοβολίες, ηλεκτρομαγνητικές ή σωματιδιακές, καταφεύγουμε στη χρήση των φθοριζόντων π.· οθόνες αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται για να ανιχνεύσουν τα είδωλα που δίδονται από τις ακτίνες X και από τις συσκευές τηλεόρασης.
π. εναντίον των ακτινοβολιών. Διάταξη εφοδιασμένη με υψηλή ισχύ απορρόφησης των ακτινοβολιών και συνεπώς κατάλληλη να προστατεύει από τη δράση τους άτομα ή πράγματα. Η ραδιολογία, οι μελέτες επί της ραδιενέργειας και της ατομικής ενέργειας εξέθεσαν τον ανθρώπινο οργανισμό στη δράση επιβλαβών ακτινοβολιών και έθεσαν το πρόβλημα της προστασίας του. Οι ακτινοβολίες α και β δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα απόκλισης, γιατί έχουν μικρή διεισδυτική ικανότητα. Οι ακτίνες γ απορροφώνται από π. με υλικά υψηλού ατομικού βάρους (στην πρακτική χρησιμοποιείται ο μόλυβδος, οικονομικός και εύκολα επεξεργάσιμος)· αρκεί μια πλάκα πάχους 1,2 εκ. μολύβδου για να απορροφήσει τις ακτίνες γ που εκπέμπονται από το κοβάλτιο 60, ενώ οι πιο διεισδυτικές ακτίνες απαιτούν μεγαλύτερο πάχος. Πιο περίπλοκη είναι η προστασία από τη δράση των νετρονίων, τα οποία απορροφώνται από υλικά πλούσια σε υδρογόνο (νερό, παραφίνη). Στην πρακτική χρησιμοποιούνται πετάσματα σκυροδέματος μεγάλου πάχους, στα οποία, για να αυξηθεί η απορροφητική δύναμή τους, προστίθεται σκυρόδεμα με ξύσματα σιδήρου ή με βαρίτη.
Πέτασμα οθόνη προβολής: αποτελείται από μια λευκή επιφάνεια, πάνω στην οποία εστιάζονται τα φωτεινά είδωλα, που σχηματίζονται από το αντικειμενικό σύστημα μιας μηχανής προβολής. Τα πετάσματα αυτά αποτελούνται συνήθως από πανί ή χαρτί καλά τεντωμένο σ’ ένα πλαίσιο ή στον τοίχο.
Πέτασμα που φθορίζει συσκευή τηλεόρασης. Ο τύπος αυτός οθόνης χρησιμοποιείται επίσης στο ραντάρ και στις συσκευές ραδιοσκοπίας.
* * *το, ΝΜΑ [πετάννυμι]νεοελλ.1. καθετί το αναπεπταμένο ή τεταμένο δίπλα ή μπροστά σε κάτι άλλο2. το σύνολο τών ιστίων που έχει αναπτύξει ένα ιστιοφόρο και το οποίο μετρείται ενιαία σε τετραγωνικά μέτρα, κν. βελάγιο (α. «πρωραίο πέταγμα» β. «πρυμναίο πέταγμα»)μσν.-αρχ.1. το απλωμένο ύφασμα, τάπητας («πίδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασι», Αισχύλ.)2. παραπέτασμα (θεῑόν τε πέτασμα ἔνδοθι ναοῡ», Γρηγ. Ναζ.)3. πτήση, πέταμα πουλιούαρχ.το τέντωμα, το άπλωμα («τὸ πέτασμα τῶν πλεκτανῶν τοῡ πολύποδος», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.